Ευθυμίου Γ. Άσσου
Κορφολογήματα
Από
Την Σύγχρονη Αραβική Ποίηση
ΑΘΗΝΑ 200
ISBN:
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή και δημοσίευση των περιεχομένων του έργου με κάθε μέσο χωρίς την άδεια του συγγραφέα .
COPYRIGHT:
ΕΥΘΥΜΙΟΣ Γ. ΑΣΣΟΣ
ΑΝΔ. ΚΑΛΒΟΥ 121/123 . Τ.Τ. 11475 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. FAX. 210. 6444173 κιν. 69770.23262
Email: e_assos@hotmail.com / efthymiosassos@yahoo.com
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Ανέκαθεν πίστευα ότι, ο ρόλος του κάθε Έλληνα λόγιου, από εκείνους που κατέχουν καλά μια ξένη γλώσσα, σε βαθμό και επίπεδο της μητρικής του είναι να μεταφέρει , πρώτα ότι μπορεί από την ελληνική γραμματεία προς την άλλη, την ξένη γλώσσα δηλαδή.
Αυτό ακριβώς έκανα μεταφέροντας προς την αραβική ΚΟΡΦΟΛΟΓΗΜΑΤΑ από τη σύγχρονη Ελληνική ποίηση .
Η αντίστροφη προσπάθειά μου ήρθε κατόπιν. Αφορμή ήταν η ανά μια διετία συνάντηση ποιητών της Μεσογείου, η οποία γινόταν στην όμορφη πόλη του Βορρά, τη Καβάλα. Ευχαριστώ τους διοργανωτές, που με εμπιστεύτηκαν, αφιλοκερδώς τη γλωσσική μεταφορά ποιημάτων εκείνων των αράβων ποιητών εξ όσων συμμετείχαν στις συναντήσεις εκείνες. Η προσπάθεια υπήρξε ευχάριστη, μα και η τιμή μεγάλη . Μου έδωσε τη χαρά να γνωρίσω από κοντά σύγχρονους άραβες ποιητές , των οποίων η ποιητική τους πνοή με επισκίασε διαβάζοντάς τους προσεκτικά και με οδήγησαν εγκεφαλικά και συνειδησιακά στη προσπάθεια μου για μια κατά το δυνατό πιστή γλωσσική τους μετουσίωση στην Ελληνική.
Η συμμετοχή μου εκείνη συνέβαλε πιστεύω και οδήγησε στην άλλη σημαντική μου απόπειρα, να μεταφράσω , μετά από ευγενικό αίτημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, δια του καθηγητή κου Νάσου Βαγενά, το μέρος εκείνο του συγγράμματος « ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ – Ανθολογία ξένων Καβαφογενών ποιημάτων » Θεσσαλονίκη 2000, που καλύπτεται από τους πλέον σημαντικούς σύγχρονους ποιητές της Αιγύπτου .
Ήταν όμως αναγκαίο να εμπλουτιστούν τα κορφολογήματα και από τη σύγχρονη αραβική ποίηση με άλλα δείγματα από τη ποίηση του μεγαλύτερου ποιητή της Συρίας NIZAR KABANI του οποίου υπήρξα ένθερμος θαυμαστής και ταπεινός αναγνώστης οπαδός μαθητής της ποιητικής σχολής του.
Μπορεί να είχαν προηγηθεί άλλες απόπειρες μεταφοράς από ή προς την αραβική και την ελληνική. Αξιόλογη και γνήσια υπήρξε εκείνη του πνευματικού πατέρα και δασκάλου Αείμ. Πατριάρχη Αντιοχείας Ηλία Δ΄ . Μετάφραση Ελλήνων ποιητών , η οποία ακολούθησε στην αραβική γλωσσική απόδοσή της το πεζό αραβικό λόγο με αρκετό ποιητικό χρώμα, ύφος και μουσικότητα. Ήταν η μόνη αυθεντική , χωρίς τη μεσολάβηση μιας τρίτης ενδιάμεσης γλώσσας.
Όσες άλλες που ακολούθησαν και κυκλοφόρησαν ήταν, κατά δήλωση μεταφράσεις από την αραβική προς την ελληνική, ενώ στη πραγματικότητα μεσολαβούσαν μεταξύ των δυο γλωσσών, τρίτοι ανώνυμοι μεταφραστές ή μια τρίτη μεσολαβούσα γλώσσα.
Αν η προσπάθειά μου πέτυχε τους βασικούς της στόχους το αφήνω στη κρίση των Ελλήνων και Αράβων αναγνωστών .
Τα κορφολογήματα μου θα έχουν δυο κατευθύνσεις ως προς το περιεχόμενο, τη γλώσσα, τη προέλευση.
Ο δρόμος της πολιτιστικής ζύμωσης προς τις δυο κατευθύνσεις είναι ανοικτός και μακρύς και ο πνευματικός πλούτος είναι απύθμενος . Αρκεί να γίνει το πρώτο βήμα από όσους έχουν τη διάθεση, ικανότητα και την έμπνευση. Η αξιολόγηση του έργου του καθένα θα έρθει .
Επισημαίνεται ότι, η γλωσσική μεταφορά της πολιτιστικής λόγιας Ελληνικής και Αραβικής κληρονομιάς πρέπει να επικεντρώνεται στην επιλογή των προς μετάφραση κειμένων . Επιλογή, η οποία να τείνει στη πνευματική και πολιτιστική προσέγγιση και συγγένεια. Να αναλαμβάνεται ως πρωτοβουλία, επιλογή και εκτέλεση από εκείνο ο οποίος, κατέχει άρτια και καλά την ελληνική και την αραβική, ως κύριες και παραπληρωματικές γλώσσες και όχι επιδερμικά και επιφανειακά. Ο μεταφραστής, ο οποίος θα επωμισθεί ένα παρόμοιο έργο πρέπει να κατανοεί άριστα το πρωτότυπο κείμενο, ελληνικό ή αραβικό και να διακατέχεται από ποιητική ευαισθησία, η οποία θα του επιτρέπει να το μεταπλάσσει μεταγλωττίζοντάς το με την ίδια ευαισθησία, μουσικότητα και μέτρο.
Από την σύγχρονη αραβική ποίησης
Της Αιγύπτου
Του Farouk Shousha
Η Αλεξάνδρεια
Η κουβέντα με τη θάλασσα δεν τέλειωσε..
Ούτε τα βήματά σου προσπέρασαν μακριά
και γοργά της αρχικής πληρότητας τα όρια.
Σπίθες που από εστίες φωτιάς ξεπηδούν
και στην ακτή σου ξεγλιστρούν
όπου το νερό και η φωτιά
σελίδες δυο γίνανε
κι ένα σημείο θαυμαστό.
ορίζοντας λουσμένος φως
κεντημένο με ψιθύρισμα βουβό,
αγωνία αποχαιρετισμού
του ερωτευμένου που προσμένει
εσένα εδώ και χρόνια
μια συνάντηση κι ένα τέλος ελπίζει
το στήθος σου με ιστορίες πολλές γεμίζει
κι η θάλασσα που μπροστά σου γονατίζει
όπως και τώρα ονειροπολεί
την βασιλική σου την πομπή να δει
και μέσα στο θρόνο σου το πορφυρένιο
στα ανάκτορά σου να μπει
ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό της σου χαρίζει.
Απλώνει τα χέρια της σ’ αγκαλιάζει
μα εσύ το μυστικό σου εξακολουθείς
να μην θέλεις ν΄ αποκαλύψεις
μήπως άραγε την αποκρούεις
ή τα δίχτυα του έρωτά σου ρίχνεις
και περιμένεις σ’ αυτά
η θάλασσα να μπλεχτεί
Πίσω από τη πλάτη σου,
η αμμουδιά απλώνεται
στην όψη σου δυο πρόσωπα
εναλλάσσονται
μια η μεσογειακή κοψιά
κι η άλλη όψη που την αρχή της ποθείς
και ονειρεύεσαι
Το κεφάλι σου είναι τώρα βουτηγμένο
και στον χιτώνα σου απάνω κεντημένα
πολύχρονου ταξιδιού απομεινάρια
υπόλοιπα μιας ολόκληρης ζωής
όλα σφιχτοραμμένα
με του παραμυθιού τη κλωστή.
λοιπόν τι θέλεις τώρα μ; τι προσμένεις
βουτιά προς το άγνωστο;
ή πισωγύρισμα στο χτες επιθυμείς ;
να ξαποστάσεις και να λαγοκοιμηθείς.
Τι θέλεις λοιπόν τώρα ;τι προσμένεις ;
ένα παρελθόν που προσδοκά
την αναβίωση του παραμυθιού
και σε δύο όνειρα ανάμεσα
προς τον ήλιο στρέφεται
ύστερα φεύγεις… χάνεσαι
κι από τα μάτια σου κυλάει
ένα δάκρυ του « Δία»
μα εσύ, στο βάδισμά σου διατηρείς
της Ρώμης τη γοητεία
ζωγραφισμένη,
στ΄ αυτιά σου μια κραυγή
από το εωθινό το κάλεσμα
του «Μουεζίνη»για προσευχή
και το ερώτημα που μένει,
βρήκες άραγε τον σωστό σου δρόμο
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
κι γίνε η Αλεξάνδρεια .
Του φθινοπώρου σου ο ουρανός όταν
σήμανε τα σμήνη του ταράξανε
τις απέραντες ακτές σου.
Από τα πέρατα ακούστηκε ο βοριάς
να ξεπηδάει, από τα στήθια σου χιονιάς
με χιτώνα βρεγμένο να σε προσκαλεί
έλα…φίλησέ τον
στις πτυχές του αγκάλιασε
έναν έρωτα που όλος κρύβεται
μαζί με πλήθος απ’ όνειρα κι ελπίδες,
τέχνη γεμάτη ζωγραφιές
εικόνα από άστρα κρυμμένα
μα εσύ τα ολόλευκά σου παράθυρα
ορθάνοικτα αφήνεις
ούτε της ζωής την ταπεινότητα
αποδέχτηκες .
Οι Τάταροι που σήμερα σε λεηλατούν
και πάνω στα στήθια σου πύργους κτίζουν
για τα κάστρα τους τα ψηλά καμαρώνουν
κι υπερήφανα διαλαλούν.
Είναι αυτοί που τη θάλασσα σκοτώνουν
και των ματιών σου το φως σβήνουν
τον ούριο άνεμο κυνηγούν
την ελευθερία να φυλακίσουν.
Έρχονται από τον χρόνο τον άγονο
σαν φωτιά, σαν ακρίδες ή ωσάν
των βαρβάρων η επέλαση
τι άλλο επιδιώκουν περισσότερο
πέρα από την σφαγή σου
τι άλλο θέλουνε από σένα το θύμα
πέρα από το να σε γδάρουν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια .
Της ζωής παλμός νεανικός
αναστήσου όρθια
στον πυθμένα της θάλασσας ρίξε
εισβολείς που θαρρώ τόλμησαν
το πρόσωπό σου το όμορφο να λερώσουν
τα παράσημά σου τα λαμπερά να χαλάσουν
άρπαγες να γίνουν
να σε υποδουλώσουν προσπαθούν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια
της ύπαρξής σου η όψη
ποτέ να μην εκλείψει.
Από τους συκοφάντες σου μην θορυβείσαι
των Τατάρων ο στρατός τις τύψεις
της αμαρτίας δεν γνωρίζει.
στον δρόμο του ονείρου
πορεύσου τώρα
προχώρα
ετούτη η αρχή σου
είναι της έναρξης η ώρα
Τα λόγια του κόσμου μην υπολογίζεις
τώρα που γύρω σου η θύελλα δυναμώνει
τα πρόσωπα που ξύπνησαν καραδοκούν
τα φαράγγια εκβράζουν τους νεκρούς,
από της γης τα σωθικά
που ο πυθμένας της κοχλάζει
ψυχορραγεί…προσεύχεται
αναρωτιέται μήπως ξεψυχάει…
τελειώνει; ή μήπως η θάλασσα φεύγει
απομακρύνεται…
αργοσβήνει ή κρύβεται.
Οι γλάροι κλαίνε
στην ακτή τη θλιμμένη
ένα δάκρυ χύνεται
του Καβάφη του μοναχού
που σαν κερί λιώνει
πέφτει…καίει μονομιάς
τα αμαρτήματα, τις σκέψεις της νυχτιάς,
σαν γύπας οι εφιάλτες
απάνω του ορμούν
και προς το τέρμα τον οδηγούν.
Μα στη σπηλιά του αυτός
αντιστέκεται
του φόβου τα στρατεύματα αποκρούει,
μάχεται
προσπαθεί από του πρωιού το φως
να κρυφτεί
κι από τον ερχομό των βαρβάρων
Αν στην ανοχύρωτη πόλη τού έρθουν
θα ήταν ο ερχομός τους μια λύση
Αν ο «Νταρίλ » στην λάσπη πέσει
και στα λασπόνερα κολυμπήσει.
Αν στης νύχτας τα κατώγεια τρέξει
τη φωτιά που σαν καμίνι φουντώνει
μέσα του, και προσπαθώντας να σβήσει
με τα νύχια του,
ενώ οι φίλοι που βιαστικοί,
ανάλαφροι ήρθαν
στο βάθος της ψυχής τους εύχονται
να’ ναι μακρύς ο δρόμος
την κάθε στιγμή να χαρούνε…
Μέσα στα μάτια του βαθιά
τον ορίζοντα κλείνει…
την θάλασσα φαντάζεται πνιγμένη
και το κατώγειο γεμάτο
καπνός και μουσικές
και δυνατές βαρβαρικές φωνές .
Κι αυτός είναι ένας ερωτευμένος
που από τις αμαρτίες γοητεύεται
παντού παραπλανιέται
δεν βλέπει παρά φαντάσματα
το πρόσωπό σου το ανατολίτικο αν
αφουγκραστεί μια μέρα
φως η καρδιά του θ’ αναβλύσει.
άφθονες υποσχέσεις περιμένει .
Αναρωτιέται πώς τον φάρο σου που λάμπει
και με καμάρι ακτινοβολεί
δεν μπόρεσαν οι βάρβαροι να δούνε .
Του Walid Mounir
Ο Καβάφης
Κοίτα τη θάλασσα
κάτω απ’ του φθινοπώρου τον ουρανό
πώς τα βήματά της σέρνει
κι όλο προχωράει
σαν άρρωστο παιδί κατατρεγμένο
που άμα η ψυχούλα του κουραστεί
σ’ ένα σύννεφο αφήνεται
εκεί ψηλά να κοιμηθεί
και με τον άνεμο σκεπάζεται .
Ποια λύτρωση άραγε θα έχει το παιδί
από του φεγγαριού το όραμα
ή απ’ του ηλιοβασιλέματος
το γλυκό νανούρισμα
αν αποκοιμηθεί .
Ο Καβάφης τη θάλασσα αγνάντεψε
ύστερα στης μυθολογίας τον ναό επέστρεψε
εκεί όπου διάφοροι θεοί, χαραγμένα αφιερώματα
στήλες στον αέρα υψωμένες, στηρίγματα,
άλυτα μυστήρια
ξεγυμνωμένες γυναίκες σαν αστέρια
που λάμπουν
μεσουρανούν, ύστερα καίγονται
πέφτουν ωσάν μετεωρίτες
και μαύρο πέτρωμα γίνονται
κι ενθύμημα.
Κιθάρας μελωδία που σαν λάμψη
Στο ποτήρι διαχέεται
η Αθηνά φτερουγίζει,
πάνω από το κεφάλι του στριφογυρνά
σαν φάρος που ξαγρυπνά.
Καλπασμού αντίλαλος από καβαλάρηδες
ακούγεται
μια ψιχάλα βροχής τα φτερά της απλώνει
τα τραγούδια σκεπάζει
ξάφνου…συνέρχεται ο ποιητής, ξυπνά
κάτω απ’ του φθινοπώρου τον ουρανό
την Αλεξάνδρεια βλέπει
σαν χήρα που τον πόθο νιώθει
μέσα της πάλι να ξεπηδά
της νιότης το αίμα να κοχλάζει
με ορμή να ρέει
στα μάτια της να χύνεται
εκδίκηση κι αγάπη να ζητά .
Ποια λύτρωση θα έχει το παιδί
στ’ αλήθεια ποια, ξαναρωτά .
Αν από των βλεφάρων του τη νύχτα
του ύπνου αποτινάξει
του ρόδου τη δροσούλα σκορπίσει
τα ροδοπέταλά του μαδήσει
και από του ανέμου τα φτερά
βάλει φωτιά στα καραβόπανα;
Αναρωτιέται:
Άραγε η θάλασσα είναι της μνήμης αδελφή
που η μελαγχολία την πίκρανε,
ή της περιστεράς δίδυμη αδελφούλα είναι;
Σαν του τσαμπιού τις ρόγες
Σκόρπισαν οι σκέψεις του.
Είπε :
τούτη εδώ η σκόνη
είναι τόσο λυπημένη
τα χέρια σου έσυρε
πάνω στο τζάμι, το καθάρισε
ορθάνοιχτα είδε
τον Καβάφη των ανθρώπων
των δέντρων και των βιβλίων
αναφώνησε αλίμονο
αλίμονο στον ξένο
και στην ηλιαχτίδα που πάνω
στο ποίημα σκάει
σαν το κλωνάρι!
Οι θύελλες ψυχορραγούν
τα χρόνια φεύγουνε, περνούν
οι βασιλιάδες φευγάτοι δραπετεύουν
μα ξαναγυρνούν
πλησίασαν της γης
οι εισβολείς,
ύστερα τον δρόμο πήρανε και έφυγαν
από ψηλά πρόβαλε αστέρι
ωσάν προφήτης στο χέρι
λευκό μαντήλι κρατούσε
τον κόσμο χαιρετούσε
κι ύστερα χάθηκε .
Η μυλόπετρα γύρω από τον εαυτό της
εξακολουθεί να γυρίζει
η ζωή είναι τόσο μικρή
όσο του σύννεφου τα πέρασμα
και ποια η γιατρειά
εκείνου που τη γοητεία
γνώρισε, όπου το κύμα
με το κύμα μπεκρούλιαζε και μεθούσε
κι έσβηνε μέσα στις λέξεις ;
Άραγε είναι η θάλασσα
που σαν και μένα τρομάζει
καράβια θαλασσοδαρμένα
στου νόστου τα πελάγη φωνάζει…
Όταν η νύχτα τον τυλίγει
κάτω απ’ του φθινοπώρου τον ουρανό
τα βήματά της σέρνει
κι όλο προχωράει
σαν άρρωστο παιδί κατατρεγμένο .
Του ABDOUL MOUNIEM RAMADAN
Ο Καβάφης την Αλεξάνδρεια ερωτευόταν
επάνω της σαν φύλλο του ανέμου πετούσε
και μέσ’ στων σοκακιών της το ρίγος κρυβόταν
κι όποτε ο γλάρος τον φώναζε
στη γη έσκυβε και προσκυνούσε
Όταν το ράσο του καιγόταν
έγερνε στη γυναίκα που γνώριζε
κι εκείνη τον ρωτούσε
τι σ’ έχει μαγέψει Καβάφη μου;
εκείνος απαντούσε:
δύο κάτασπρα χεράκια
του ξανά λέει: Καβάφη μου
το απερίσκεπτο κορμί σου μήπως γέμισες;
μήπως σκεύος ή σταμνί γένηκε
κι εγώ κρίνος γεννιέμαι;
μα αυτός αποκρίθηκε:
εγώ από του νερού το κύλισμα το’ έφτιαξα
να τα, τα δυο τους πίνουνε κρασί
με του καπηλειού τις λιχουδιές
την κοιλιά τους χορταίνουν
κάθε που τη μοναξιά τους θυμούνται
τον Θεό μνημονεύουν.
Στο σκαμνί επάνω τους κάθισα
ν’ ακούνε το παράπονο του δρόμου
που προς τη θάλασσα κατηφορίζει
κι οι βάρκες που τον πόνο τους ψιθυρίζουν
με καπνό μοιάζουν και χάνονται.
Να τες λοιπόν τη θάλασσα ξαναγελάνε
τη μαγεύουν, την έρημο ν’ αγκαλιάζει
πάνω στο στήθος της θα κάτσουν
στα κύματά της να λουστούνε
σταμνί ξαναγίνονται και κρίνος.
Κι όταν το πλήθος μαζεύεται στο καπηλειό
ονειροπαρμένο σαν να βλέπει δύο περιστέρια
τότε ο μπεκρής χασμουριέται, έρχεται
το τέλος ν’ ανακοινώσει.
Το πλήθος τίποτε άλλο δεν επιθυμεί
παρά ένα τσαντίρι και δύο φύλακες
που μοιάζουν με κουτάβια ερωτευμένα
έναν άντρα που ονομάζεται Καβάφης
και μια γυναίκα που Αλεξάνδρεια τη λένε
Το παραμύθι
Όταν στα νερά της θάλασσάς της λούστηκα,
τον Αλέξανδρο δεν μνημόνευσα
εκείνο τον δυνατό και μεγάλο
όπως της ιστορίας βιβλία πολλά γράφουν
και τον αποκαλούν.
Εκείνο τον ομορφάντρα που θέλουν
οι γυναίκες, όλες τον φαντάζονταν
να τον φλερτάρουν.
Ήταν ο μονοκράτορας, εκείνος που διάταζε
κι ο μόνος που κρυφομιλούσε
στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε,
όταν στην αγκαλιά της έπεφτε
και μαζί της ερωτοτροπούσε .
Μα όταν εγώ στα νερά της κολύμπησα
Τότε μονάχα θυμήθηκα
πως αυτή ήταν που γδύθηκε,
την αμμωδιανή της φορεσιά επέταξε
και στη θάλασσα της παρέδωσε,
το κορμί της γίνηκε αφρός,
τη φτέρνα της ακτής να γλύψει
που τίποτ’ άλλο δεν ποθεί
οπόταν για ύπνο ετοιμαζόταν να πέσει,
να πλαγιάσει, να χουζουρέψει και ξεκουραστεί,
αυτός ο άντρας ο δυνατός που ως όμορφο
η ιστορία τον περιγράφει,
οι γυναίκες τον προσμένουνε,
φοβισμένο τον νομίζουνε,
μια γυναίκα να ονειρεύεται
κάπου στην εκστρατεία του τούτη
να συναντήσει
στο στρώμα της απάνω
πλάι της να τον κοιμίσει
ως λεία να τον πάρει
και να τον αιχμαλωτίσει .
Ξάφνου την αιφνιδιάζει
Ποια είσαι …την ρωτάει;
η Αλεξάνδρεια είμαι εγώ, απαντάει
άλλο δεν αποκρίνεται, τον ρωτάει
κομμάτι από μένα μήπως ποθείς,
να γενείς Αλέξανδρος να είσαι;
μα δακρύζοντας αυτός
στο κορμί της έγειρε
απάνω του ακούμπησε..΄
έκλαψε
τότε δίπλα της, τον άφησε
να πλαγιάσει, μαζί της τον κοίμισε,
όταν η ίδια για ύπνο ετοιμάστηκε
στο όνομά της τον ευλόγησε,
μα τη σάρκα της συγκράτησε
κι εκεί που όλη τη νύχτα πλενόταν
τα νερά της θάλασσας άγρυπνα
παρέμειναν
στου σκοταδιού τα μονοπάτια περήφανα
περπατούσαν.
Μα ο Μεγαλέξανδρος όλο κοιτούσε
την Αλεξάνδρεια αν θα’ ρθεί,
νυχτιάτικα μήπως λουστεί,
όμως αυτή φοβάται,
μήπως της θάλασσας τα νερά κοιμούνται
μη της νύχτας τη χαρά
τα άλογα εκείνα τα φοβερά
της κλέψουνε.
Αν την έρημο αυτός κουβεντιάσει,
αν η φωνή του βραχνιάσει.
Και τότε…δυνατά φωνάζει:
Ω στρατιώτες…
Φανάρια υψώστε και φάρο
για να βλέπω την κάθε ώρα και λεπτό
της Αλεξάνδρειας το καμαρωτό
ανάστημα….
Τα Παράπονα του Εύγλωττου Φελάχου
Οι ρωμαίοι αποπειράθηκαν
την Αλεξάνδρεια να ξελογιάσουν .
της έφεραν χειρόγραφα,
λόγιους, επιστήμονες, μαθηματικούς
και αστρονόμους μα αυτή τους απόπεμψε όλους,
λέγοντάς τους:
έχω εκείνα που με ενδιαφέρουν και μ’ αρκούν.
Την Αλεξάνδρεια να ξελογιάσουν
οι Ρωμαίοι αποπειράθηκαν πάλι,
αγγεία της έφεραν γυαλιστερά και λεία,
μπρούτζινα αγάλματα και άλλα πέτρινα
μα αυτή τους απόπεμψε, απορρίπτοντάς τα όλα,
λέγοντας τους:
έχω εκείνα που με ενδιαφέρουν και μ’ αρκούν.
Αποπειράθηκαν πάλι οι Ρωμαίοι
Την Αλεξάνδρεια να ξελογιάσουν,
της έφεραν ασημένια πέδιλα
νυχτικιά με πούπουλα κεντημένα
και αρωματικά.
Κάλτσες και διάφανο σουτιέν,
απαλό και αραχνοΰφαντο
χρυσαφένια στα πόδια κουδουνάκια
για να την εξαπατάνε .
Της έφεραν καλφάδες ακόμη και κτίστες
στης θάλασσας τη φτέρνα, στην παραλία
θέατρο να της φτιάξουν
ηθοποιοί πάνω στη σκηνή να παίζουν
γελωτοποιοί να την διασκεδάζουν,
μήπως κατορθώσουν
την πρώτη της νύχτα μπορέσουν
να την ξελογιάσουν,
μα η Αλεξάνδρεια πριν τα γιορτής το τέρμα
συνήλθε, στα λογικά της ήρθε
προτού καταλάβουν του Φελάχου τα παράπονα
και τότε μονάχα οι Ρωμαίοι κατάλαβαν
πως η Αλεξάνδρεια ετούτη
η πεντάμορφη, άλλο τι δεν ήθελε,
γιατί η ομορφιά της την αρκούσε.
Ο Άδης
Μaμελούκος ήταν μικρός
Ο Καϊταμπάι
μα ήταν πολύ ωραίος
δύο πράσινα είχε μάτια.
Οι γυναίκες όλες τον ποθούσαν
στου παλατιού τους διαδρόμους τον περίμεναν
κι όταν εκεί τον συναντούσαν
πονηρά τον κοιτούσαν και του γελούσαν.
Απάνω του ξενυχτούσαν
Την ώρα που κοιμότανε,
πότε άραγε τηρούσαν
τ’ όνειρο από τα βλέφαρά του
θα ξεκολλούσε .
Οπόταν το πέος του στηνόταν,
οι όρχεις του πρήζονταν
κι όλες του οι αρσενικές ορμές ξυπνούσαν
τις κοπελιές η γριά γιαγιά φώναζε
όλες τις διάταζε :
κρύψτε τον αμέσως
μια μέρα βασιλιάς ίσως
γίνει, ερωτιάρης όλους να τηρεί
κανένας όμως να μη τον θωρεί
Λύστε τον
τον χιτώνα τον βαμβακερό
επάνω του ρίξτε.
Όταν της νιότης τα φτερά
τους κροτάφους άγγιξαν.
ο Καϊταμπάι στο μπαλκόνι καθόταν
ξαφνικά!
του «μαγγόδεντρου» τα κλωνάρια πρασίνισαν
του πρωινού τα καρβέλια ρόδισαν,
κι η ώρα στο θρόνο να καθίσει
γίνηκε πιο ποθητή.
Μα εκείνος τότε, κρυφά εισχωρεί
στου χαρεμιού τον γυναικωνίτη
πίσω από τις κουρτίνες κρύβεται
σκύβει ανοιχτόματα να δει
μα τι βλέπει;
Αμασχάλες, ορθόστητες ρώγες, βυζιά
σχισμή, ανάμεσα στα σκέλια
το βλέμμα του καρφώνεται εκεί
θαρρεί πως ένα ροδομπούμπουκο βλέπει.
Ο Καϊταμπάι από μικρός
ποτέ του δεν αμφέβαλε
πως μια μέρα θε να’ ρθεί
τα ρόδια όλα τούτα θα κόψει
ως βασιλιάς θα βασιλέψει
και του ροδόκηπου αφέντης θα γίνει.
Ο Καϊταμπάι κρυφά μουρμούρισε,
αναρωτήθηκε
αυτή που με φωνάζει,
μήπως η Αλεξάνδρεια είναι;
πλησίασε, όταν την ζύγωσε
μια ηδονή τον κυρίεψε.
Δεν άντεξε..
Τα χέρια του άπλωσε
τα στήθια της χούφτωσε
δεν κατόρθωσε όμως
δικιά του να την κάνει.
Μέριασε, την προσπέρασε
από τους στρατιώτες ζήτησε
μια κάμαρα να του φτιάξουν
κι από τα μάτια της να τον κρύψουν.
Από μια χαραμάδα του αρκεί
αν μπορέσει είπε
κρυφά να απολαύσει
όταν πλεξούδες τα μαλλιά της θα πλέξει.
Πως ανοίγουνε τα σκέλια της
στης νύχτας τα παιγνίδια,
μαύρο πουλί το ροδομπούμπουκο γίνεται
και ύστερα πετάει και χάνεται.
Πως σύγνεφα γίνονται τα ολόμαυρα
φτερά του, με ματόκλαδα και φρύδια ;
Ξάφνου ο Καϊταμπάι τρομάζει
τους στρατιώτες του προστάζει
ανάκτορο να του κτίσουν
απ, όπου θα μπορεί
να μάθει, του έρωτα τα καμώματα
πως θα’ ναι
Η Αλεξάνδρεια όμως απορεί
πως και γιατί βουβή παρέμεινε
γιατί δεν έκλαψε, όταν εκείνος πέθανε
Οι Βάρβαροι
Βεδουίνοι, περίεργοι, χώρες διάφορες,
ασκέρι, απομακρυσμένες πολιτείες,
άνθρωποι πολλοί και σταλαγμίτες
της Αλεξάνδρειας ήσαν πολίτες.
την ψιλή της αμμουδιά έβλεπαν
κάθε που από την θάλασσα σήκωναν
τα πόδια της .
Τα μαλλιά της ακουμπούσαν
όταν αυτή τα τίναζε
στον ζεστό αιθέρα.
Πάνω σε πολυθρόνα την κάθιζαν
όποτε την μέση της λίκνιζε.
Σαν την ίδια τρώγανε
σαρδέλα, νεράντζι και ρύζι
και απολάμβαναν το κρασί
που σαν τη θάλασσά της δεν ήθελε
να μοιάζει .
Στις κούνιες εκεί στο στενό μπουγάζι
Την πήρανε,
βάρβαροι να την βιάσουν
μα εκείνη ντρεπότανε
και τους εισβολείς ρωτούσε:
άραγε, ακόμα περιμένουνε
οι φοράδες σαν τα φοινικόδεντρα
ή κλαίουσες γίνανε οι χουρμαδιές;
Ξαναρωτάει τους εισβολείς:
μήπως γίνανε τα κοφτερά τα σπαθιά
καθημερινά καταφύγια
την ;κοιτούν και της απαντούν:
σαν το δάκρυ γίνανε τα .α σπαθιά
που τρέχει στ’ αλήθεια .
Η Αλεξάνδρεια τότε κατάλαβε
πως γλίτωσε .
Τους βεδουίνους παίρνει
μαζί με περιέργους, ασκέρι
απομακρυσμένες πολιτείες, τους λέει:
την ψιλή της την αμμουδιά
η ακτή την δαγκώνει
κόκκους, θρύψαλα την καταντάει
και στην έρημο την σκορπάει.
Κοιτάτε, τους ξανά λέει:
Το μαλλί πάνω στο κύμα
στης θάλασσας το μνήμα
πόσο όμορφα κοιμάται,
μα το δικό τους το μαλλί
στης ερήμου το χαλί
κάτω από του φεγγαριού το φως
σκορπιέται.
Οι περίεργοι τότε τρομάζανε
μήπως τα νερά τους τριγυρίζουνε
φοβούνται, μη τους μαγέψουνε
ωσάν τα αγάλματα εκείνα
που στην στερεά τους βλέπουνε
να στέκουν, κι όλο τους τηράνε
και σύγκορμο τους αναστατώνουνε
συθέμελα τους δονούνε.
Προς τα’ άλογα αμέσως τρέχουνε,
τους στρατιώτες προστάζουν
γοργά να υποχωρήσουν
προς την χέρσο την άγονη
να προχωρήσουν
από τους αμμόλοφους βοήθεια
να ζητήσουν, μη σταματούν
ως ότου τα ματόκλαδά τους ενωθούν
από της άμμου τη τσίμπλα
με τη φαντασία τους τυφλά
να οδηγηθούν
στων αντίσκηνών τους τα λημέρια,
ίσως βρουν εκεί
και το τζαμί το μεγάλο .
Οι αλεξανδρινοί τίποτε άλλο δεν κατάλαβαν
Παρά το ότι γλίτωσαν.
την Αλεξάνδρεια τότες σφιχταγκάλιασαν
την έγδυσαν, την έλουσαν,
χέρια, σκέλια και γοφούς της έπλυναν
δυνατά και ολόψυχα κραύγασαν
πως την ποθούν,
ακατάπαυστα την λαχταρούν
γιατί, ετούτη η Αλεξάνδρεια
όταν οι βεδουίνοι ήρθανε
το χέρι της να ζητήσουνε
πόνεσε, σφόδρα ενοχλήθηκε,
και τους το αρνήθηκε .
Έκτοτε μολυσμένη πόλη ένιωθε
Ότι γίνηκε η Αλεξάνδρεια
μέχρι σήμερα συνέχεια λούζεται
και ποτέ δεν σταματάει .
Του ABDOUL RAHHMAN AL- ABNOUDI
Ο Χριστός
Μέτρα της γης την εσχατιά
διάβαινε ως τα πέρατα
εσύ λαλιά μου,
άνοιξε των ανθρώπων τους οφθαλμούς
να δουν, τι έγινε σε εκείνα τα μέρη
που περπατούσε ο Χριστός κι αιμορραγούσε .
Αυτός που το χώμα των παθών του της στράτας
πότισε με αίμα .
στης Χεβρώνας τις εκκλησιές
αντηχούσαν γλυκόφωνες προσευχές,
η κτίση έγινε παντού ευαγγελίου μήνυμα
μα ξάφνου η περιοχή πολέμου έγινε ολοκαύτωμα.
μέχρι πότε των παθών στράτα θα παραμείνεις εσύ
ώσπου της συνείδησης το φως να σβήσει
και των αστεριών τη λάμψη;
μέχρι πότε θα σέρνει πάνω σου τα βήματά του,
ένας άλλος πληγωμένος χριστός θα σέρνεται
πίσω από χίλιους ματωμένους Χριστούς .
Στο μέτωπό του το αγκαθωτό στεφάνι
τον βαραίνει
και στους ώμους τον σταυρό σηκώνει
ανηφορίζει, προς τον Γολγοθά πηγαίνει
τώρα πια τα’ όνομά σου Ιερουσαλήμ
Ιησού Χριστό σημαίνει
μα πάντα ξένο θα μένει
το αγκαθωτό στεφάνι που το πρόσωπό του
βαραίνει, θα διαλαλεί :
Τον πρόδωσαν οι ομοεθνείς του οι Ιουδαίοι
κι’ όμως τ’ όνομά σου Ιερουσαλήμ
συνώνυμο με του Χριστού έγινε
και του γυρισμού του την ώρα σήμανε
την στράτα σου να πάρει
και σε κάποια γωνιά εκεί να ξαποστάσει .
Η Μαντινάδα της ημέρας
Πέρασε η μέρα
το δείλι προσπαθεί
πίσω από τη ράχη των δέντρων να κρυφτεί
για να χάσουμε τον βηματισμό μας .
του φεγγαριού το φέγγος άρπαξε
σαν τη κοπελιά που τα μαλλιά της λούζει
στο ρυάκι το φευγάτο,
χωρίς μετρητά και προικιά η πατρίδα μου μοιάζει
Η νύχτα είναι θλιβερή
τα άστρα νυσταγμένα
με τραγούδια πληγωμένα
άραγε, θα μπορεί το ηλιόλουστο
πρωινό που αδιάκοπα ποθεί
που ποτέ δεν θα γευτεί
γιατί του φωτός η πατρίδα
είναι η δική μας η πατρίδα
και της ημέρας τη μαντινάδα
να ακούσει λαχταράει
έξω από της αυλής μας τη πόρτα
όταν σταματάει και τραγουδάει
ώσπου να γυρίσει η νυχτιά,
πίσω από το ρυάκι να κρυφτεί
όπου ο χρόνος γυρίζει και περνάει
και τραγουδώντας ονειρεύεται
στάχυα γεμάτα και σοδειά
ένα καλύτερο αύριο που θα ‘ρθει
το σκοτάδι να διώξει
και το χάραγμα θα ξυπνήσει
και όταν δειλά θα φέξει
Παρίσι 20.07.2000
SOUBHI HADDIDI
Βλ. άρθρο του S. H. Στην αραβική εφημερίδα AL- QUDS AL- ARABI 26.07.2000 « …. Το μεγαλύτερο μέρος του στοιχήματος που είχαμε για την επιτυχία του 4ου Συμποσίου οφείλεται στη δεξιοτεχνία του ποιητή και μεταφραστή κ. Ευθ. Άσσου, ο οποίος κατέβαλε μια πραγματική δημιουργική προσπάθεια για τη μεταγλώττιση της αραβικής ποίησης σε μια ζωντανή ελληνική απόδοση, διαφυλάσσοντας την ποιητική δομή του πρωτοτύπου. Άκουσα αρκετούς έλληνες διακεκριμένους ποιητές και λογοτέχνες να τον συγχαίρουν για την άρτια απόδοση των μεταφράσεων που έκανε.»
Προς
τον συνάδελφο ποιητή
κ. Ευθύμιο Άσσο
Ένα από τα υψηλά σύμβολα του σύγχρονού λογοτεχνικού μας κόσμου, της ποίησης και της δεξιοτεχνίας του λόγου είσαι εσύ. Θέλω να με πιστεύεις . Μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια με πλημύρισαν όταν διάβασα το γράμμα σου, που με συγκίνησε πολύ.
Ευχαριστώ από το βάθος της καρδιάς μου για τα ειλικρινή σου συγχαρητήρια . Ας είμαστε σε συνεχή επικοινωνία.
Βηρυτός 07. 11.2000 Ο έμπιστος αδελφός σου
MOHAMAD AL- FAYTOURI
.
Γεννήθηκε στη κωμόπολη ABNOUD της επαρχίας QANA της Αιγύπτου. Θεωρείται ένας από τους ελάχιστους ποιητές της αιγυπτιακής καθομιλούμενης γλώσσας που διακρίθηκαν στην αραβική συνείδηση . Χαρακτηρίζεται ως ο γνήσιος φύλακας της υπαίθριας αιγυπτιακής χωρικής παράδοσης.